- ανεμοδρομος
- ἀνεμόδρομοςἀνεμό-δρομος2бегущий с быстротой ветра Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανεμόδρομος — ἀνεμόδρομος, ον (Α) αυτός που τρέχει γρήγορα σαν τον άνεμο (με τη δύναμη του ανέμου) … Dictionary of Greek